- κακόθρους
- κακόθρουςevil-speakingmasc/fem nom plκακόθρουςevil-speakingmasc/fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακόθρους — κακόθρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που ακούγεται ή που μιλά άσχημα, υβριστικός, ονειδιστικός («κακόθρους λόγος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θρους (< θροῦς), πρβλ. ηδύ θρους, πολύ θρους] … Dictionary of Greek
κακόθρουν — κακόθρους evil speaking masc/fem acc sg κακόθρους evil speaking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρους — ο (ΑΜ θροῡς, Α και θρόος) νεοελλ. χαμηλός αλλά συνεχής θόρυβος, το θρόισμα, το ψιθύρισμα μσν. αρχ. θόρυβος, κραυγή αρχ. 1. (για δυσαρεστημένο πλήθος) μουρμούρισμα 2. φήμη, διάδοση 3. ο μουσικός ήχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρέομαι. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) αρχ … Dictionary of Greek
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
σύνθρους — ουν και σύνθροος, ον, Α αυτός που εκπέμπει τον ίδιο ήχο με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θρους / θροος (< θροῦς «θόρυβος, μουρμούρισμα»), πρβλ. ἀλλό θρους, κακόθρους] … Dictionary of Greek